ταυρογάστωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, with bull's paunch: metaph., enormous, APl.4.52 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1073] ορος, ὁ, Stierbauch, Philp. 46 (Plan. 52).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
au ventre de taureau.
Étymologie: ταῦρος, γαστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἔχων κοιλίαν ταύρου· μεταφορ., ὑπερμεγέθης, Ἀνθ. Πλαν. 52.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο
2. μτφ. υπερμεγέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρογάστωρ].
Greek Monotonic
ταυρογάστωρ: -ορος, ὁ (γαστήρ), αυτός που έχει κοιλιά ταύρου· μεταφ., τεράστιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ταυρο-γάστωρ, ορος, ὁ, γαστήρ
with bull's paunch: metaph. enormous, Anth.