τειχοκρατώ

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

-έω Α
κυριεύω τείχος, κυριεύω φρούριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσοκρατῶ].