τερασπορία

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερασπορία Medium diacritics: τερασπορία Low diacritics: τερασπορία Capitals: ΤΕΡΑΣΠΟΡΙΑ
Transliteration A: terasporía Transliteration B: terasporia Transliteration C: terasporia Beta Code: teraspori/a

English (LSJ)

ἡ, sowing of portents, corrupt in Corp.Herm.3.3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπορά τεράτων, θεϊκών σημείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας + -σπορία (< -σπόρος < σπόρος < σπέρνω)].