τερατοεργάτης
From LSJ
English (LSJ)
[γᾰ], ου, ὁ, wonder-worker, Tz.H.2.921.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
τερατουργός, θαυματουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + ἐργάτης.
Full diacritics: τερᾰτοεργάτης | Medium diacritics: τερατοεργάτης | Low diacritics: τερατοεργάτης | Capitals: ΤΕΡΑΤΟΕΡΓΑΤΗΣ |
Transliteration A: teratoergátēs | Transliteration B: teratoergatēs | Transliteration C: teratoergatis | Beta Code: teratoerga/ths |
[γᾰ], ου, ὁ, wonder-worker, Tz.H.2.921.
ὁ, Μ
τερατουργός, θαυματουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + ἐργάτης.