τετράειδος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράειδος Medium diacritics: τετράειδος Low diacritics: τετράειδος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΙΔΟΣ
Transliteration A: tetráeidos Transliteration B: tetraeidos Transliteration C: tetraeidos Beta Code: tetra/eidos

English (LSJ)

τετράειδον, compound of four ingredients (εἴδη), Aët.8.61, Phlp. in GC269.34; written τετράϊδον in Cyran.22: cf. ἑξάειδος, ἑπτάειδος, τρίειδος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + εἶδος (πρβλ. ἑπτάειδος)].