τετραγωνοειδής
From LSJ
English (LSJ)
τετραγωνοειδές, square-shaped, of military formations, Eust. 892.12, EM674.47. Adv. τετραγωνοειδῶς Eust.469.9.
German (Pape)
[Seite 1097] ές, von viereckigem Ansehen, Sp.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου («τετραγωνοειδὴς βωμός», Σχολ. Ευρ.).
επίρρ...
τετραγωνοειδῶς Μ
με σχήμα τετραγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + -ειδής].