τετρανυκτία

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, eine Zeit von vier Nächten (?).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰνυκτία: ἡ, (νὺξ) διάστημα χρονικὸν τεσσάρων νυκτῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χρονικό διάστημα τεσσάρων νυκτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + νυκτία < νύξ, νυκτός)].