τζαμπατζής
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν
1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και το κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές
2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να πληρώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba-ci].