Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
ο
1. άτομο που εργάζεται ως εργάτης γης για λογαριασμό κτηματία εκτελώντας συνήθως έκτακτες και βοηθητικές εργασίες
2. συνεκδ. αυτός που ζει προσκολλημένος σε κάποιον, ο παράσιτος
3. (υβριστικά) άνθρωπος τιποτένιος, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parakente, πιθ. < μσν. παρακενωτής].