τηλέφαντος
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
τηλέφαντον, = τηλεφανής (appearing afar, far-seen, conspicuous) 1, Pi. Fr. 5 ; cf. τηλεσίφαντος.
German (Pape)
[Seite 1106] = τηλεφανής, γέρας Pind. frg. 1 bei Apoll. Dysc. de synt. p. 156 Bekk.
Greek (Liddell-Scott)
τηλέφαντος: -ον, = τῷ προηγ., τηλέφαντον ὄρσαι γέρας Πινδ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. τηλεσίφαντος.
English (Slater)
τηλέφαντος far-shining τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ fr. 5. 2. τέρας ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον (Bergk: τηλέφατον codd. Theophrasti) fr. 33c. 5.
Greek Monolingual
και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, -ον, Α
ο τηλεφανής, αυτός που φαίνεται από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -φαντος / -φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί-φαντος, ὑπέρ-φατος. Ο τ. τηλεσί-φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε -σι- (πρβλ. τανυσίπτερος)].