τιμάωρ
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
v. τιμωρός.
German (Pape)
[Seite 1115] ορος, ὁ, = τιμάορος, τιμωρός, Aesch. Suppl. 42.
Russian (Dvoretsky)
τῑμάωρ: ορος ὁ Aesch. = τιμωρός II.
Greek (Liddell-Scott)
τιμάωρ: -ορος, ὁ ἴδε ἐν λ. τιμωρός, νῦν δ’ ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν ὑπερπόντιον τιμάορ’, ἶνιν ἀνθονομούσας προγόνου βοὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 42.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τιμωρός.