τινθυρίζω
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
twitter, of birds. Call.Iamb.1.258.
Greek Monolingual
Α
(για πτηνά) τιττυβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].
Frisk Etymology German
τινθυρίζω: {tinthurízō}
Grammar: v.
Meaning: zwitschern (Kall.).
Etymology: Schallwort; vgl. τιτίζω (s. τιτιγόνιον) und ψιθυρίζω.
Page 2,902