τοιχοκολλώ
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
Greek Monolingual
-άω, Ν
1. επικολλώ στον τοίχο αγγελία, διαφήμιση ή αφίσα
2. γνωστοποιώ κάτι με τοιχοκόλληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + κολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].