τοξίνη

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. διαλυτή τοξική ουσία φυτικής, ζωικής ή μικροβιακής προέλευσης, με ειδική δράση και με ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων
2. (βιοχ.) α) δηλητήριο που απαντά σε ορισμένους ζωντανούς οργανισμούς
β) διαλυτή τοξική ουσία, η οποία σχηματίζεται από βακτήρια
3. φρ. «ειδική τοξίνη»
(βιοχ.-βοτ.) φυτοτοξική ουσία, η οποία εκκρίνεται από ένα παράσιτο και δρα αποκλειστικά σε όλα τα φυτά του εύρους ξενιστών του παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxin < tox- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + κατάλ. -in της χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ.].