τοσάριθμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1130] so groß an Zahl, Schol. Il. 2, 488.
Greek (Liddell-Scott)
τοσάριθμος: -ον, = τοσαυτάριθμος, Κ. Μανασσ. Χρον. 3533, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 488.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ο τοσαυτάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ισάριθμος].