τοτηνίκα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 1132] adv., = τηνίκα, Soph. O. C. 440; eben so τοτηνικάδε, = τηνικάδε, u. τοτηνικαῦτα, = τηνικαῦτα, Lob. Phryn. p. 50.

French (Bailly abrégé)

c. τὸ τηνίκα.