τηνικαῦτα
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
commoner form for τηνίκα, answering to a Relat.,
A at that time, then, ἡνίκα... τηνικαῦτα.. X.Cyr.7.1.9; answering to ὁπηνίκα, S.Ph.465; to ὅτε or ὅταν, Id.OC393, OT76, etc.; to ὁπότε, ὅκως, X.Cyr.1.6.26, Hdt.1.17; to ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, X.An.4.2.3, Cyr.1.2.13, D.21.96: also with the Art., τὸ τ. D.S.1.98, etc.
2 without a Relat. expressed, Hdt.1.18,63, S.Ant.779, etc.; ἤδη τ. by that time, Hdt.2.51, 6.53; τ. ἤδη only then, Ar.Ec.789; τὸ τ. ἤδη Pl.Alc.2.150e; at that time of day, Lys.1.22; at this hour, τ. ἐχθὲς ἔπινον Men.Epit.166: c. gen., τ. τοῦ θέρους at this lime of the summer, Ar.Pax1171 (lyr.); τ. τοῦ ἔτους Luc.Herod.7.
II without reference to Time, under these circumstances, in this case, τί τ. δρῶμεν; Ar.Pax 1142 (troch.), cf. Pl.Lg.792b, X.Mem.3.11.14. (From τηνίκα, as ἐνταῦθα from ἔνθα.)
German (Pape)
[Seite 1108] = τηνίκα (wie ἔνθα, ἐνθαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
à ce moment même, d'où :
1 à ce moment du jour;
2 en gén. à ce moment, alors ; τὸ τηνικαῦτα m. sign. ; avec un gén. : τηνικαῦτα τοῦ ἔτους LUC à cette époque de l'année;
3 en gén. alors, dans ces circonstances.
Étymologie: τηνίκα, -αυτά, cf. οὗτος.
Russian (Dvoretsky)
τηνῐκαῦτᾰ: (τό) adv.
1 в это (самое) время (τ. τοῦ θέρους Arph.): τ. ἀφιγμένος Lys. вернувшись в такую пору;
2 тогда: γνώσεται τ. Soph. тогда она узнает; ἤδη τ. Her. тогда уже; τὸ τ. ἤδη Plat. тогда лишь; ἡνίκα (ὁπηνίκα, ὅτε, ὅταν, ὁπότε, ἐπεί) …, τ. Soph., Xen. когда (после того, как) …, тогда; τί τ. δρῶμεν; Arph. что нам тогда (в таком случае) делать?
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκαῦτα: συνηθέστερος τύπος τοῦ τηνίκα, ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, ἡνίκα..., τηνικαῦτα..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· ὡσαύτως ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ ὁπηνίκα, Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ ὅταν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ ὁπότε, ὅκως, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) ἄνευ ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω μετὰ γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ τηνίκα, ὡς τὸ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἔνθα).
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. τηνίκα, τότε ακριβώς («ὡς ὁπηνίκ' ἄν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῡθ' ὁρμώμεθα», Σοφ.)
2. εκείνη την ώρα της ημέρας ή εκείνη την εποχή του έτους (α. «τηνικαῡτα τοῦ θέρους», Αριστοφ.
β. «τηνικαῡτα τοῦ ἔτους», Λουκιαν.)
3. με αυτές τις περιστάσεις, εν τοιαύτη πειπτώσει («εἰπέ μοι, τί τηνικαῡτα δρῶμεν;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηνίκα (για τον σχηματισμό βλ. λ. ενταύθα)].
Greek Monotonic
τηνῐκαῦτα:I. συνηθ. τύπος του τηνίκα, εκείνο τον χρόνο, τότε, σε Ηρόδ., Σοφ., Ξεν.· με γεν., τηνικαῦτα τοῦ θέρους, εκείνο το χρόνο του καλοκαιριού, σε Αριστοφ.
II. κάτω από αυτές τις περιστάσεις, σε αυτή την περίπτωση, στον ίδ., σε Ξεν.
Middle Liddell
commoner form for τηνίκα
I. at that time, then, Hdt., Soph., Xen.; c. gen., τ. τοῦ θέρους at this time of summer, Ar.
II. under these circumstances, in this case, Ar., Xen.