τουρκόσπορος

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ως υβριστ. χαρακτηρισμός) αυτός που έχει πατέρα Τούρκο και μητέρα χριστιανή, νόθο παιδί Τούρκου και χριστιανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + σπόρος.