τοὐπίσαγμα

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding

Source

French (Bailly abrégé)

crase att. et poét. p. τὸ ἐπίσαγμα.

Greek Monotonic

τοὐπίσαγμα: κράση αντί τὸ ἐπίσαγμα.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπίσαγμα: in crasi = τὸ ἐπίσαγμα.