τρίλιστος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
souhaité trois fois, vivement souhaité.
Étymologie: τρίς, λίσσομαι.