τρίμακρος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
τρίμακρον, in metre, of three long syllables, Choerob. in Heph.p.217 C.
Greek (Liddell-Scott)
τρίμακρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, ὁ μολοττὸς δὲ τρίμακρος Τζέτζ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 305, 4.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(στη μετρική) αυτός που αποτελείται από τρεις μακρές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + μακρός.