τρίπαις

English (LSJ)

[ῐ], τρίπαιδος, ὁ, ἡ, having three children, Plu.Num.10; τιμὰς διώκει τρίπαιδας, = the right of three children, Lat. jus trium liberorum, ius trium liberorum (τριπαιδίας cj. Doehner), Id.2.493e.

German (Pape)

[Seite 1145] παιδος, von, mit drei Kindern, drei Kinder habend, Sp.; τρίπαιδες τιμαί, ius trium liberorum, Plut. Num. 10.

French (Bailly abrégé)

τρίπαιδος (ὁ, ἡ)
1 qui a trois enfants;
2 qui concerne le nombre de trois enfants : τρίπαιδες τιμαί PLUT privilège des citoyens qui avaient trois enfants à Rome (lat. jus trium liberorum).
Étymologie: τρεῖς, παῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπαις, τρίπαιδος [τρι -, παῖς] als adj. met drie kinderen.

Russian (Dvoretsky)

τρίπαις: τρίπαιδος (ρῐ) adj.
1 имеющий троих детей Plut.;
2 даваемый лицам, имеющим трех детей: τρίπαιδες τιμαί Plut. (лат. jus trium liberorum) закон о льготах для отцов трех детей.

Greek Monolingual

-αιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρία παιδιάτἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + παῖς, παιδός (πρβλ. δίπαις)].

Greek Monotonic

τρίπαις: τρίπαιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρία παιδιά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαις: τρίπαιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς παῖδας, Πλουτ. Νουμ. 10· τιμὰς διώκει τρίπαιδας, τιμὰς τριῶν παίδων, Λατιν. jus trium liberorum (εἰ μὴ ἀναγνωστέον τριπαιδίας), ὁ αὐτ. 2. 493Ε.

Middle Liddell

τρίπαις,
having three children, Plut.