τραπεζοκρατία

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πολιτική κατάσταση κατά την οποία η επιρροή τών τραπεζών εκτείνεται σε όλους τους τομείς της ζωής μιας χώρας και τα διάφορα ζητήματα διακανονίζονται σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. πλουτοκρατία].