τραχηλιώ

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

(I)
-όω, Μ
υψώνω τον τράχηλό μου με καμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του τραχηλιῶ, -άω, κατά τα συνηρημένα σε -όω / -].
(II)
-άω, ΜΑ
1. σηκώνω τον τράχηλό μου με έπαρση
2. μτφ. επαίρομαι
3. είμαι σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. γαυριῶ)].