τριτάω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
only in Ep. part., τριτόωσα σελήνη = the moon when three days old, Arat.796.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτάω: μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., τριτόωσα σελήνη, τριῶν ἡμερῶν, ἐπὴν τριτόωσαν περὶ κύκλος ἑλίσσῃ, «τριταίαν οὖσαν ἀπὸ τῆς συνόδου» (Σχόλ.), Ἄρατ. 796.
German (Pape)
davon nur τριτόωσα σελήνη, der Mond am dritten Tage vom Neumond ab, Arat. Dios. 64.