τριτοετής

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που διανύει το τρίτο έτοςτριτοετής φοιτητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].