τριτοετής

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που διανύει το τρίτο έτοςτριτοετής φοιτητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].