τριώδιο

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

το, / τριώδιον, ΝΜ, και τριώδι Ν
(λειτ.) λειτουργικό εκκλησιαστικό βιβλίο το οποίο περιλαμβάνει τις ακολουθίες τών πριν από το Πάσχα εορτών, από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο
νεοελλ.
1. συνεκδ. οι τρεις εβδομάδες της αποκριάς
2. φρ. «αρχίζει [ή ανοίγει] το τριώδιο» — αρχίζουν οι αποκριές
μσν.
κανόνας που αποτελείται από τρεις ωδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ῴδιον (< -ῳδός < ᾠδή), πρβλ. τετραῴδιον].