Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
ο / τροπωτήρ, -ῆρος, ΝΑ
ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό της βάρκας, αλλ. τροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / -ώνω + κατάλ. -τήρ / -τήρας].