τροπωτήρας

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

ο / τροπωτήρ, -ῆρος, ΝΑ
ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό της βάρκας, αλλ. τροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / -ώνω + κατάλ. -τήρ / -τήρας].