τσακάλι
From LSJ
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του σαρκοφάγου θηλαστικού Canis aureus της οικογένειας κυνίδες, συγγενικού με τον λύκο, τον σκύλο και το κογιότ, γνωστό και με τη λόγια ονομασία θως
2. μτφ. άνθρωπος πανέξυπνος και μεγάλης αντοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakal, λ. ινδ. προέλευσης].