τσακάλι
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του σαρκοφάγου θηλαστικού Canis aureus της οικογένειας κυνίδες, συγγενικού με τον λύκο, τον σκύλο και το κογιότ, γνωστό και με τη λόγια ονομασία θως
2. μτφ. άνθρωπος πανέξυπνος και μεγάλης αντοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakal, λ. ινδ. προέλευσης].