τσεπώνω

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

Ν τσέπη
1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου
2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά»).