τσουλίστρα
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
η, Ν
τσουλήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζώ), πρβλ. κουβαρίστρα].
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
η, Ν
τσουλήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζώ), πρβλ. κουβαρίστρα].