τυμβορύκτης
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek (Liddell-Scott)
τυμβορύκτης: -ου, ὁ, = τυμβωρύχος, Boiss. Ἀνέκδ. 3. 132.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
ο τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. τοιχορύκτης].