τυφλότητα

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η / τυφλότης, -ητος, ΝΑ τυφλός
το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης
αρχ.
1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου
2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο.