τυφλότητα

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η / τυφλότης, -ητος, ΝΑ τυφλός
το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης
αρχ.
1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου
2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο.