αγνωσία

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) ἄγνωτος
1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια
2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.