τἀνταῦθα

From LSJ

French (Bailly abrégé)

crase p. τὰ ἐνταῦθα.

Russian (Dvoretsky)

τἀνταῦθα: in crasi = τὰ ἐνταῦθα.

Greek (Liddell-Scott)

τἀνταῦθα: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐνταῦθα, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 26. 2.

Greek Monotonic

τἀνταῦθα: κράση αντί τὰ ἐνταῦθα· τἀντεῦθεν, αντί τὰ ἐντεῦθεν.