υγροκολλούρια

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

τὰ, ΜΑ
υγρά κολλύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κολλούριον / κολλύριον.