υγροκολλούρια

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

τὰ, ΜΑ
υγρά κολλύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κολλούριον / κολλύριον.