υγροστίβητος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει υγρούς δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -στίβητος (< στιβῶ < στίβος «δρόμος, μονοπάτι»)].