υγροστίβητος

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει υγρούς δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -στίβητος (< στιβῶ < στίβος «δρόμος, μονοπάτι»)].