υγρόλιθος

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

ὁ, Α
υγροποιημένο ορυκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + λίθος.