αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best
-ον, Α
(για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος, λιγύ-φθογγος].