υγρόφθογγος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

-ον, Α
(για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος, λιγύ-φθογγος].