υγρόχερσος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ζει τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα και στα γλυκά νερά, αμφίβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χέρσος.