υγρόχερσος

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ζει τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα και στα γλυκά νερά, αμφίβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χέρσος.