υπέκκειμαι

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

Α
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου
2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»].