υπέρμαζος

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βρίσκεται πάνω από το στήθος, πάνω από τους μαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + μαζός, ιων. τ. του μαστός (πρβλ. μονόμαζος)].