υπέροφρυς

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-υ / ὑπέροφρυς, -υ, ΝΜΑ
υπερόπτης, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὀφρύς «φρύδι» (πρβλ. ἔνοφρυς)].