υπέρπυκνος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρπυκνος -ον, ΝΜΑ πυκνός
ο πάρα πολύ πυκνός
νεοελλ.
φρ. «υπέρπυκνη ύλη»
αστρον. ύλη εκφυλισμένη, που, σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις, υπάρχει στο διάστημα και αποτελείται από νέφος μη ατομικής δομής, της οποίας η πυκνότητα μπορεί να υπερβεί τα 106 γραμμάρια, δηλαδή τα 1000 χιλιόγραμμα ανά κυβικό εκατοστόμετρο.