υπαναβλέπω

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

Α ἀναβλέπω
αρχίζω σταδιακά να ανακτώ την όρασή μου.