υπατεία

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

η / ὑπατεία, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπατία Α ὕπατος (II)]
(στην αρχ. Ρώμη) το αξίωμα ή η εξουσία του υπάτου (α. «η υπατεία του Κικέρωνος» β. «κληρονόμος ύπατείας μηδὲν αὐτῷ προσηκούσης», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διετέλεσε κανείς ύπατος
2. ανώτατη εξουσία στην Γαλλία, που διαδέχθηκε το διευθυντήριο μετά την Επανάσταση του 1799
μσν.-αρχ.
νομίσματα που έριχναν οι Ρωμαίοι ύπατοι στον λαό κατά την εγκατάστασή τους στο υπατικό αξίωμα, καθώς και βασιλείς του Βυζαντίου κατά τη στέψη τους ή μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας κατά την απονομή σε αυτούς του τίτλου τών επιφανεστάτων
αρχ.
ανθυπατεία.