υπεκκαίω
From LSJ
ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῦμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].