Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].