υπερεκχειλίζω

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

Ν
ξεχειλίζω υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + εκχειλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα].