υπερπηδώ

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ πηδῶ
1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε βροτός», Σοφ.)
β) παραβαίνω (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην κορυφή» β. «δικαστήρια καὶ νόμιμα ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα οὕτως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
μτφ. (με αρνητική σημ.) παραγκωνίζω, υποσκελίζω («έγινε διευθυντής υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)
αρχ.
1. διέρχομαι πάνω από κάτι με μεγάλη ορμή ή ταχύτητα
2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).